- pålägga
- облагать налогом
.
.
pålägga — v (pålade, pålagt, pålagd) (el. lägga på) … Clue 9 Svensk Ordbok
μπαλάντζα — και παλάντζα και παλάντσα, η 1. φορητή ζυγαριά παλαιού τύπου με αριθμημένη ράβδο και ένα βαρίδι πάνω στη ράβδο που δείχνει το βάρος 2. ελλειψοειδής μεταλλικός κύλινδρος που χρησιμοποιείται στο θέατρο και περιέχει σειρά φωτοβολίδων με τις οποίες… … Dictionary of Greek
påbörda — v ( de, t) betunga med, pålägga … Clue 9 Svensk Ordbok